- ενδέκομαι
- βλ. ενδέχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνδέκομαι — ἐνδέχομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek